- ἐρικυδέος
- ἐρικῡδέος , ἐρικυδήςvery famousmasc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
SARPEDON — I. SARPEDON Ciliciae promontor. eam a Pamphylia distinguens. Pomp. Mela l. 1. c. 13. Steph. urbs est Thraciae. Item insulae nomen, Suidas. Hesychius: Σαρπηδὼν, ἀκτὴ ἀντὶ τȏυ Σαρπηδονία. τόπος δὲ οὗτος Θράκης, ἀεὶ κληδῶνας ἔχων καὶ κυματιζόμενος,… … Hofmann J. Lexicon universale
ερικυδής — ἐρικυδής, ες (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους) 2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ. β. «ἐρικυδέα δῶρα» πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.) 3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή… … Dictionary of Greek